- τρίγονος
- τρῐγον-ος (proparox.), ον,A thrice-born,
Διόνυσος Orph.H.30.2
.II in pl. simply = τρεῖς, three,τέκνα τ. E.HF1023
;κόραι τ. Id.Ion 496
(both lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Διόνυσος Orph.H.30.2
.τέκνα τ. E.HF1023
;κόραι τ. Id.Ion 496
(both lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίγονος — ον, Α 1. αυτός που γεννήθηκε τρίτος, ο τριτότοκος 2. στον πληθ. τρίγονοι, α τρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δί γονος] … Dictionary of Greek
τρίγονον — τρίγονος thrice born masc/fem acc sg τρίγονος thrice born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγόνοις — τρίγονος thrice born masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγόνοισι — τρίγονος thrice born masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγόνοισιν — τρίγονος thrice born masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγονοι — τρίγονος thrice born masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγον' — τρίγονα , τρίγονος thrice born neut nom/voc/acc pl τρίγονε , τρίγονος thrice born masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγονία — ἡ, Α [τρίγονος] η τρίτη γενεά … Dictionary of Greek
τριγονώ — έω, Α [τρίγονος] βρίσκομαι στην τρίτη γενεά … Dictionary of Greek